- ἀγάσυρτος
- ἀγάσυρτος, ὁ, 'A swept and garnished' ([etym.] σύρω), epith. given to Pittacus by Alc.37B, cf. D.L.1.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] … Dictionary of Greek
ἀγάσυρτος — swept and garnished masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάσυρτον — ἀγάσυρτος swept and garnished masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)